υπερτασίνη

υπερτασίνη
η, Ν
ιατρ. άλλη ονομασία τής αγγειοτασίνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερτασινογόνος — α, ο, Ν φυσιολ. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το υπερτασινογόνο ένζυμο που περιέχεται στο αίμα και ενεργοποιεί την αγγειοτασίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτασίνη + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”